Ἑρμολάου

Ἑρμολάου
Ἑρμόλαος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αντίπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Μακεδόνας (400 – 319 π.Χ.). Στρατηγός, γιος του Ιόλλα. Το 346, ο Φίλιππος B’ του ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την Αθήνα και κατόπιν την αρχηγία του πολέμου εναντίον της Θράκης. Μετά τη μάχη της… …   Dictionary of Greek

  • ЕРМОЛАЙ, ЕРМИПП И ЕРМОКРАТ — [греч. ῾Ερμόλαος, ῞Ερμιππος, ῾Ερμοκράτης] († ок. 305), священномученики Никомидийские (пам. 26 июля). Сведения о них содержатся в Мученичестве вмч. Пантелеимона (пам. 27 июля). В Императорском Минологии 1034 1041 гг. помещено краткое сказание,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”